- παιδοκομία
- η (Α παιδοκομία) [παιδοκόμος]η ανατροφή και η φροντίδα μικρών παιδιώννεοελλ.σύνολο μέτρων που εφαρμόζονται για την εξασφάλιση τής φυσιολογικής σωματικής και ψυχικής ανάπτυξης τών παιδιών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παιδοκομία — η η τέχνη να φροντίζει κανείς για την τροφή και την περιποίηση των μικρών παιδιών και κυρίως των βρεφών: Η παιδοκομία είναι υπεύθυνη δουλειά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παιδοκομίας — παιδοκομίᾱς , παιδοκομία care fem acc pl παιδοκομίᾱς , παιδοκομία care fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδοκομικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με την παιδοκομία, που αναφέρεται στην παιδοκομία: Οι παιδοκομικοί σταθμοί σήμερα εξυπηρετούν τους εργαζόμενους γονείς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παιδοκομικός — ή, ό [παιδοκόμος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παιδοκομία … Dictionary of Greek
παιδοκόμος — ο (ΑΜ παιδοκόμος, ον) νεοελλ. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η παιδοκόμος αυτός που ασχολείται με την παιδοκομία μσν. αρχ. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που περιποιείται και ανατρέφει παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + κόμος (< κομῶ… … Dictionary of Greek
ՄԱՆԿԱՍՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0205 Chronological Sequence: 6c, 12c գ. παιδοτροφία, παιδοκομία puerorum vel liberorum educatio. Սնուցանելն զմանկունս. սնունդ զաւակաց. *Այն՝ որ առ մանկասնութիւն օրէնքն են՝ կատարել. Փիլ. լին.: *Առ ծնողս զծերատածութեանցն մատակարարէ խնամս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
παιδοκόμος, ο — η αυτός που ασχολείται με την παιδοκομία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)